(1/2)
Το κείμενο αυτό το γράφω προκειμένου να βοηθήσω και άλλους ανθρώπους να το κόψουν, ειδικά αν είναι μανιώδεις καπνιστές, όπως ήμουν εγώ. Καπνίζα 3,5+ πακέτα τη μέρα και έχω κόψει το τσιγάρο σχεδόν 8 χρόνια χωρίς να καπνίσω ούτε ένα τσιγάρο από τότε. Και το πιο σημαντικό; Δεν μου έλειψε ποτέ πραγματικά, ούτε μία φορά.
Θα σας δείξω παρακάτω πώς το κατάφερα και ποια βήματα ακολούθησα βήμα-βήμα για να το πετύχω χωρίς να αντιμετωπίσω στερητικά συμπτώματα και χωρίς να μου λείψει πραγματικά ποτέ.
Σκεφτόμουν αρκετό καιρό να ποστάρω το συγκεκριμένο post, αλλά δεν έβρισκα ποτέ τον χρόνο – είτε λόγω των καθημερινών υποχρεώσεων, είτε λόγω εργασίας, είτε απλώς γιατί πάντα έβαζα κάτι άλλο πιο μπροστά. Επίσης, σκεφτόμουν ότι ίσως να μην ταίριαζε τόσο με τη θεματολογία του συγκεκριμένου forum, όμως τελικά αποφάσισα πως αξίζει να το μοιραστώ. Τώρα που βρήκα λίγο χρόνο, νιώθω πως είναι η κατάλληλη στιγμή, γιατί πιστεύω πως μπορεί να βοηθήσει εκείνους που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση και προσπαθούν να κόψουν το κάπνισμα.
Δεν χρειάζεται να καταφύγετε σε "Αϊνστάινδες" του είδους ή να σπαταλήσετε μια περιουσία για να το κόψετε, γιατί δεν είναι κάτι τόσο δύσκολο όσο φαίνεται. Η ουσία είναι να προπονήσετε το μυαλό σας πριν και κατά τη διάρκεια του κοψίματος, καθώς και λίγο μετά, όσο θα περνάνε οι μέρες.
Μου άρεσε το τσιγάρο και το γούσταρα πολύ, γιατί με ηρεμούσε αρκετά όταν ήμουν στο γραφείο μου. Μερικές φορές μου έφτιαχνε κεφάλι, άλλες φορές δημιουργούσα και περίτεχνα κυκλάκια στον αέρα από καπνό! Με βοηθούσε πραγματικά να συγκεντρώνομαι και να είμαι πιο αποδοτικός. Το σέβομαι, παρότι έχουν περάσει τόσα χρόνια χωρίς να το βάλω στο στόμα μου. Σεβαστό μεν ..αλλά καθόλου τίμιο μπορώ να πω,
./το είχα ξεφτιλίσει εντελώς!
Δεν το σταμάτησα όμως επειδή πίστευα ότι μου έκανε κακό στην υγεία, ούτε επειδή γέμιζε το χώρο με καπνό ή επειδή ενοχλούσε κάποιους άλλους. Ούτε επειδή μου έλεγαν ότι "κάνει κακό στην υγεία, θα πεθάνεις αν δεν το κόψεις"..κλπ. Όχι, αυτό είναι μεγάλη παγίδα και δεν θα το σταματήσετε ποτέ αν βασιστείτε σε αυτό! Το σταμάτησα γιατί ήξερα πως μπορώ να το κάνω και ότι δεν χρειάζομαι αυτή τη συνήθεια πια, και σίγουρα θα υπάρχει κάποιος τρόπος να την αντικαταστήσω, χωρίς να πληρώνω ένα κάρο λεφτά και να με κλέβει ο κάθε καραγκιόζης πολιτικός που νομίζει ότι με το να πληρώνω απατεωνίστικους φόρους για το κάπνισμα βοηθάει (..και καλά) την κοινωνία.
Πριν προχωρήσω και μπω στο 'ψητό', θα ήθελα πρώτα να σας δώσω μια εικόνα, ώστε να μπορείτε να συγκρίνετε την εμπειρία σας με τη δική μου. Ίσως ανακαλύψετε κάποιες κοινές ή διαφορετικές πτυχές όσον αφορά το πώς ξεκινήσατε, πώς σταδιακά το αυξήσατε, πώς αυτό έγινε τρόπος ζωής και πώς τελικά επηρεάστηκε η καθημερινότητά σας. Αν κατανοήσετε πώς εξελίχθηκε το κάπνισμα για εσάς, θα είναι πιο εύκολο να δείτε πώς μπορείτε να το κόψετε. Όταν αναγνωρίσετε τη διαδικασία και τους λόγους που το κάνατε, θα μπορέσετε πανεύκολα να βρείτε τρόπους να το αντικαταστήσετε με κάτι πιο θετικό, χωρίς να νιώθετε ότι χάνετε κάτι. Αν το αντιμετωπίσετε σαν μια συνήθεια που έχει δημιουργηθεί και έχει ριζώσει σε συγκεκριμένα σημεία της ζωής σας, θα καταλάβετε καλύτερα πώς να την αποδυναμώσετε και να τη διώξετε χωρίς να στερηθείτε τίποτα ουσιαστικό. Με τον σωστό τρόπο σκέψης και εργαλεία, μπορείτε να αντικαταστήσετε το κάπνισμα με κάτι πιο υγιές και να το αφήσετε πίσω σας μια για πάντα.
Όταν ήμουν μικρός, το τσιγάρο γενικά με αηδίαζε. Η μόνη επαφή που είχα μαζί του ήταν η μυρωδιά του καπνού από τα τσιγάρα του πατέρα μου. Κάπνιζε Καρέλια Φίλτρο, κάπου στα δύο πακέτα τη μέρα, και σχεδόν πάντα στην κουζίνα (το αγαπημένο του μέρος στο σπίτι). Εκεί περνούσε ώρες ολόκληρες, μόλις επέστρεφε από τη δουλειά· είτε διάβαζε εφημερίδες, είτε μελετούσε διάφορα ηλεκτροτεχνικά θέματα που του άρεσαν, αλλά και είχαν σχέση με το αντικείμενο της εργασίας του.
Είχε πάθος με την έρευνα και την ηλεκτροτεχνική κατασκευή – πάντα κάτι έφτιαχνε, κάτι υπολόγιζε. Ήταν συνεχώς βυθισμένος στη σκέψη και τη δημιουργία, πάντα με το τσιγάρο στο χέρι, στερεωμένο στην ιδιαίτερη πίπα που χρησιμοποιούσε, πίνοντας άλλοτε καφέ και άλλοτε ποτό. Ο καπνός γινόταν ένα με την ατμόσφαιρα του χώρου.
Τα χρόνια σιγά-σιγά περνούσαν, και κάπου εκεί στην εφηβεία, άρχισα να βλέπω τη ζωή με άλλη ματιά, σαν να μπήκα σε μια νέα φάση όπου όλα έμοιαζαν πιο έντονα και γεμάτα δυνατότητες..
Ήταν εκείνο το όμορφο καλοκαίρι στις καλοκαιρινές διακοπές στη Λίνδο που μας είχε φιλοξενήσει η θεία μου εμένα και την αδερφή μου, στη Ρόδο, ηλικία γύρω στα 14+. Νομίζω το 1989. Είχα πάει με μερικούς Ροδίτες φίλους μου με τα παπάκια που είχαμε νοικιάσει, εννοείται κανένας μας δεν είχε δίπλωμα (ούτε καν αυτός που τα ενοικίαζε!) Πηγαίναμε στο κλαμπάκι της περιοχής, ξέρεις, εκείνα τα μέρη όπου οι έφηβοι κάνουν τις πρώτες τους “απαγορευμένες” ανακαλύψεις. Και τότε, καθώς χορεύαμε με τις όμορφες αγγλίδες τουρίστριες (..τις φώναζαμε 'ντάνσε γουίθ με'), κάποιος φίλος από την παρέα με πλησιάζει και λέει: “Πάρε ένα τσιγάρο.” Μου το πέρασε σχεδόν σαν να ήταν αναμενόμενο, σαν να ήξερε ότι δεν θα το αρνηθώ. Ήταν Prince, η μάρκα του τσιγάρου – και θυμάμαι πως ήταν η πρώτη μου επαφή με το πρώτο μου τσιγάρο.
Μου έφτιαξε κεφάλι. Το μυαλό μου άρχισε να ζαλίζεται ελαφρώς, όπως όταν κάτι νέο εισβάλλει στο σώμα και το αντιλαμβάνεσαι με ένταση. Ήταν μια αίσθηση που με έκανε να νιώσω μεγαλύτερος, πιο ενήλικας, λες και είχα μπει σε έναν κόσμο που μέχρι τότε ήταν απαγορευμένος για εμένα. Το κεφάλι μου γύρναγε λίγο και οι σκέψεις έγιναν πιο αργές και συγκεχυμένες, αλλά με έναν περίεργο τρόπο απολαυστικές. Το τσιγάρο, το πρώτο μου τσιγάρο, με έκανε να νιώθω πιο άνετα μέσα μου, παρά το γεγονός ότι ήξερα από πρώτο χέρι ότι µπορεί να κάνει πολύ κακό στην υγεία.
Ο καπνός εξαπλωνόταν μέσα στο στόμα μου, και η αίσθηση ήταν σαν να περνούσα σε έναν άλλο κόσμο, έναν κόσμο που δεν είχε περιορισμούς, χωρίς κανόνες και χωρίς απαγορεύσεις. Ήταν μια αίσθηση ελευθερίας, αλλά και έντονης αντιφατικότητας, γιατί ήξερα μέσα μου ότι κάνω κάτι που ίσως δεν ήταν σωστό, αλλά ταυτόχρονα το απολάμβανα με έναν παράξενο τρόπο.
Οι μέρες περνούσαν, κι εμείς το είχαμε κάνει ρουτίνα. Κάθε βράδυ από τις 23:00 μέχρι τις 02:30 – άντε και 03:00 αν είχε κέφι – στα κλαμπάκια της Λίνδου. Ίδιο σκηνικό, ίδια τρέλα. Αγγλίδες να πηγαινοέρχονται με ποτά στο χέρι, μουσική στη διαπασών και εμείς να νιώθουμε λες και παίζουμε σε ταινία. Κάπου εκεί, μια μέρα, που έκανα βόλτα με το παπάκι μου – μόνος, με τον αέρα να χτυπάει το πρόσωπο και τα ηχεία από το beach bar να ακούγονται από μακριά – σταμάτησα σε ένα περίπτερο στην άκρη του δρόμου. Από εκείνα τα μικρά, με τις φωτεινές ταμπέλες και το αχνό φως που έριχνε σκιά πάνω στα παγωτά, τις μπύρες και τα πακέτα με τα τσιγάρα.
Στάθηκα για λίγο, κοίταξα τον τύπο πίσω από τον πάγκο και του είπα, σχεδόν με ύφος μεγαλύτερου:
— Ένα πακέτο Prince.
Με κοίταξε λίγο παράξενα. Ίσως κατάλαβε ότι ήμουν μικρός, ίσως απλώς δεν τον ένοιαξε. Μου το έδωσε. Το πήρα και το έβαλα στην τσέπη μου σαν να είχα μόλις αγοράσει εισιτήριο για μια άλλη φάση ζωής. Δεν ήταν απλά τσιγάρα. Ήταν "το δικό μου πακέτο", το δικό μου statement. Ένιωθα σαν να είχα μόλις κάνει ένα μικρό βήμα προς την ενηλικίωση – έστω κι αν ήταν μέσα από τον καπνό.
Το ίδιο βράδυ, πριν προλάβω καν να κατέβω απ’ το παπάκι, έβγαλα το πακέτο από την τσέπη, το άνοιξα με εκείνη τη χαρακτηριστική, "ενήλικη" κίνηση – ξέρεις, αυτή που είχα δει τόσες φορές σε ταινίες – και άναψα τσιγάρο. Στάθηκα στην είσοδο του club, με την πλάτη στον τοίχο και το ένα πόδι λυγισμένο να ακουμπάει πίσω. Αν κάποιος με έβλεπε εκείνη τη στιγμή, θα έλεγε "κοίτα αυτόν, κάτι ξέρει απ’ τη ζωή".
Η νύχτα κύλησε όπως πάντα. Ποτά, μουσική, φλερτ, γέλια. Κάποια στιγμή, μια από τις Αγγλίδες – νομίζω τη λέγανε Emily ή Emma, κάπως έτσι – με πλησίασε και μου ζήτησε φωτιά. Της έδωσα με το πιο "cool" στυλ που είχα τότε. Ανταλλάξαμε δυο-τρεις ατάκες στα σπαστά αγγλικά μας, γελάσαμε, και για μερικά λεπτά ένιωσα σαν να είμαι στο κέντρο του κόσμου.
Από κει και πέρα, το πακέτο prince έγινε κάτι σαν σταθερός μου σύντροφος. Το είχα πάντα στην τσέπη – σαν να μου έδινε ένα παραπάνω βάρος, μια υποτιθέμενη σοβαρότητα. Ήταν η εποχή που όλα φαίνονταν πιθανά, που κάθε νύχτα κουβαλούσε μια υπόσχεση, και κάθε τσιγάρο άναβε με την ελπίδα πως "κάτι θα γίνει απόψε".
Στην αρχή ήταν χαλαρά. Κανά δυο τσιγάρα όταν βγαίναμε με τους τσαμπίκους φίλους στα clubs – άντε 3-4 άμα είχε ανέβει η φάση. Κι αν τύχαινε να κάνω καμιά βόλτα μόνος με το παπάκι, άναβα ένα στα κλεφτά, έτσι για την αλητεία. Δεν ήταν η γεύση – ήταν το στυλ. Κι αυτή η όμορφη ζάλη στο κεφάλι που προκαλούσε το Prince, ειδικά όταν ήσουν αρχάριος καπνιστής... λες και για λίγα λεπτά ταξίδευες. Σου πάγωνε τις σκέψεις, τις έριχνε σε slow motion. Δεν ήξερες αν έπαιζες σε διαφήμιση ή απλώς τη ζούσες.
Ήταν κάτι παραπάνω από καπνός.
./ήταν «άλλη φάση»!
Οι μέρες κυλούσαν όμορφα και γρήγορα – τόσο γρήγορα που δεν τις κατάλαβα. Κλασικά... όπως λέει και το γνωστό στιχάκι, "σαν να μην πέρασε μια μέρα". Οι διακοπές τέλειωσαν και επιστρέψαμε πίσω στην Αθήνα, στα συνηθισμένα. Σκόνη, ζέστη, κόρνες αυτοκινήτων, και η μυρωδιά της πόλης που σου θύμιζε πως το καλοκαίρι ήταν πλέον ανάμνηση.
Περίμενα να ξεκινήσει η σχολική χρονιά – Δευτέρα Γυμνασίου αν θυμάμαι καλά. Μέχρι τότε, οι ασχολίες μου ήταν λίγες αλλά λατρεμένες: καθόμουν με τις ώρες μπροστά στον υπολογιστή μου – έναν Amstrad CPC6128 με το πράσινο monitor του. Είχα και modem – ναι! από τα πρώτα που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα, ένα CH301s – και το έβλεπα σαν μαγικό κουτί που άνοιγε παράθυρα σε έναν άλλο κόσμο.
Τις υπόλοιπες ώρες έπιανα την κιθάρα μου – μια Yamaha RGX211, μπλε – και πάλευα να παίξω τα πρώτα ριφάκια που είχα ακούσει από Metallica, Iron Maiden κλπ. Το απόγευμα, ραντεβού στο Lucky Man στους Αμπελόκηπους. Μπιλιάρδο με τους γνωστούς και μη εξαιρετέους ψιλοαλητάκους φίλους μου – όπως ήμουν κι εγώ, φυσικά. Εκεί, με λίγο χαβαλέ, λίγο trash talk και λίγη σκόνη κιμωλίας στα δάχτυλα, περνούσαμε τα απογεύματα χωρίς να ρωτάμε ποτέ την ώρα.
Γενικά το πακετάκι με τα τσιγάρα πάντα το είχα κάπου κρυμμένο – μέσα σε κάποιο τσαντάκι, κάτω από κάτι ρούχα, κάπου που να μη το βρίσκει κανείς. Ποτέ δεν κάπνιζα στο σπίτι με τους γονείς παρόντες. Μόνο στα κρυφά ή όταν έλειπαν. Ήταν ένα μικρό "μυστικό" που κουβαλούσα, και για κάποιο λόγο, αυτό το έκανε ακόμα πιο ελκυστικό.
Όταν πηγαίναμε βόλτα με τους φίλους στο μπιλιαρδάδικο νομίζω έφτανα άνετα τα 5-6 τσιγάρα. Αλλά καθόμασταν με τις ώρες εκεί, ώσπου να νυχτώσει καλά. Θυμάμαι, φεύγαμε γύρω στις 11 ή και 11:30 το βράδυ, είτε για να αράξουμε σε κανένα τραπέζι της πλατείας Χαιρόπουλου και να πούμε ιστορίες μέχρι τις 02:00 – 02:30, είτε για να τρυπώσουμε σε κάποιο μπαράκι της περιοχής, είτε για μια πιο μακρινή βόλτα – αν κάποιος φίλος είχε μηχανή.
Στο θέμα "μηχανή", η αλήθεια είναι πως εκείνη την εποχή είχαμε πολλούς μηχανόβιους στην παρέα. Εγώ προσωπικά ήξερα έναν τύπο που είχε ένα RD350 – δίχρονο, πειραγμένο, καθαρό εργαλείο. Το έπαιρνα συχνά για βόλτες, ειδικά όταν τον πετύχαινα μετά το κλείσιμο του μπιλιαρδάδικου. Μεγάλο, γρήγορο, δίχρονο τέρας. Έπιανε τα 200 χαλαρά – και με το δίκιο του. Ο φίλος που το είχε το είχε πειράξει, το είχε πάει στα 410cc, κι είχε βάλει και κάτι εξατμίσεις που ούρλιαζαν λες και περνούσε fighter jet. Δεν ήταν απλά γρήγορο – ήταν πύραυλος. Όποτε τον πετύχαινα έξω απ’ το μπιλιαρδάδικο, του ‘ριχνα το βλέμμα τύπου “το ‘χεις;” και σχεδόν πάντα έλεγε ναι! Θυμάμαι μια φάση που είχα πάρει δικάβαλο έναν φίλο – εγώ οδηγούσα – και γκαζώσαμε από τη διασταύρωση Κηφισίας και Αλεξάνδρας. Μέσα σε 45 δευτερόλεπτα είχαμε φτάσει έξω απ’ το Υγεία. Το κοντέρ έγραψε 220, το θυμάμαι καλά. Το θυμάται κι εκείνος ακόμα — και με το παραπάνω. Ζορίστηκα τρελά να το σταματήσω στη διασταύρωση του "Υγεία". Είχε ανάψει κόκκινο και ερχόμασταν καρφί με χίλια. Παραλίγο να στουκάρουμε πάνω σ’ ένα Golf που είχε σταματήσει κανονικά στο φανάρι. Τώρα, αν ξανά ανέβηκε ποτέ σε μηχανή μετά από εκείνη τη βόλτα... αυτό δεν μπορώ να σας το εγγυηθώ!
Ας επιστρέψουμε όμως στο θέμα μας, που είναι το τσιγάρο – γιατί το πήγαμε λίγο βόλτα και ξεφύγαμε. Οκ, οι ιστορίες είχαν τη φάση τους, αλλά εδώ δεν ήρθαμε για νοσταλγία. Αν και, μεταξύ μας, ξέρω από τα views που κάνετε ότι σας αρέσουν αυτές οι φάσεις – τις διαβάζετε ορισμένοι με περισσή όρεξη.
Ο καιρός περνούσε και το τσιγάρο είχε αρχίσει να γίνεται μέρος της καθημερινότητας. Στο σχολείο, κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων, υπήρχε μια γωνιά πίσω από το κτίριο (συνήθως κοντά στις τουαλέτες) που την αποκαλούσαμε "Τζούρα Κλαμπ". Εκεί μαζευόμασταν διάφοροι συμμαθητές και μη, για να καπνίσουμε στα κρυφά (..και καλά), μακριά από τα βλέμματα των καθηγητών – λες και δεν ήξεραν, απλά έκαναν τα στραβά μάτια.
Ο καθένας έφερνε το κάτι του: ένα πακέτο τσαλακωμένο prince, marlboro, camel ή όποια άλλη μάρκα είχε βρει εκείνη τη μέρα, έναν παλιό zippo, λίγο θράσος κι αρκετό ύφος. Στήναμε πηγαδάκι, λέγαμε δυο-τρεις μαλακίες, πετάγαμε και καμιά παραμύθα για να το παίξουμε μεγάλοι.
Θυμάμαι τότε που την είχα δει με τα Prince – μου άρεσαν, δεν λέω, είχαν χαρακτήρα, μύριζαν "παλιό σχολείο". Αλλά ήταν και σκέτη καύτρα για τον λαιμό. Βαριά, σαν να τραβάς καπνό απευθείας από την εξάτμιση. Κάθε τζούρα κι ένα ξύσιμο στον λαιμό – έκανα υπομονή, αλλά ο οργανισμός δεν άντεξε. Φαρρυγγίτιδα και κάτω.
Οπότε είπα να το πάω λίγο πιο light. Γύρισα στα Marlboro τα κόκκινα – πιο στρωτά, πιο στυλάτα, πιο "δεν είμαι ακόμα έτοιμος για Καρέλια άφιλτρο". Σχολείο-μπιλιαρδάδικο-φραπές, το πακέτο έκανε φτερά κάθε δυο μέρες. Κι εγώ με το attitude του "μην ανησυχείς, το ελέγχω". Χαχα ναι, καλά...
Τα Marlboro μου άρεσαν, ήταν πιο στρωτά στον λαιμό, αλλά είχαν το εξής θέμα: καιγόντουσαν πιο γρήγορα από τα Prince. Και το αποτέλεσμα; Να καπνίζεις ακόμα περισσότερο, επειδή έπρεπε να ανάψεις καινούργιο τσιγάρο πιο συχνά. Το κατάλαβα αυτό και, φυσικά, δεν το άφησα έτσι. Άρχισα να πειραματίζομαι με άλλες μάρκες, να ψάχνω την τέλεια ισορροπία. Ήθελα κάτι που να είναι καλό, αλλά και να κρατάει λίγο παραπάνω. Ένα τσιγάρο που να μην καίγεται σαν λαμπάδα, αλλά και να μην μου κόβει το λαιμό κάθε φορά.
Τελικά, βρήκα την ισορροπία με τα Dunhill κόκκινα. Αυτά τα κάπνιζα για περίπου δύο χρόνια, αν θυμάμαι καλά. Κάπου εκεί, στα 16, άρχισα να ανάβω και κανένα τσιγαράκι και στο σπίτι, μπροστά στους γονείς μου, όταν ερχόταν κανένας φίλος για να παίξουμε στο PC ή να ακούσουμε μουσική. Και φυσικά, το σκηνικό δεν ήταν πλήρες χωρίς να βάλουμε καμιά μεταλλιά: Metallica, Sepultura, Iron Maiden – η μουσική να παίζει στο τέρμα, ο καπνός να γεμίζει τον αέρα, και εμείς να νιώθουμε σαν να ήμασταν μέσα σε κάποιο από τα αγαπημένα μας album.
Ο καιρός περνούσε, οι μήνες κυλούσαν σχεδόν χωρίς να το καταλάβω, και κάπως έτσι το τσιγάρο είχε γίνει κομμάτι της καθημερινότητάς μου – χωρίς φανφάρες, χωρίς σκέψη. Ξυπνούσα το πρωί, έφτιαχνα τον φραπέ μου και μαζί του.. άναβα και το πρώτο. Ή και το δεύτερο. Στο σχολείο, στα διαλείμματα, 3-4 τσιγαράκια στο πίσω μέρος, στο γνωστό “Τζούρα Κλαμπ” με τα παιδιά. Το απόγευμα, πάλι τα ίδια – μια βόλτα, λίγη μουσική, κάνα μπιλιάρδο.. και πάντα με το τσιγάρο στο χέρι.
Το βράδυ, άμα τύχαινε καμιά έξοδος ή αν ερχόταν κανένας φίλος σπίτι, άλλα 4-5. Έτσι απλά. Δεν το καταλάβαινα τότε, αλλά από “ένα-δυο για το στιλ” είχα φτάσει να τελειώνω πακέτο σχεδόν κάθε μέρα. Πρώτη-Δευτέρα Λυκείου ήμουν. Δεν το πολυσκεφτόμουν – ούτε αν ήταν πολύ, ούτε πού θα οδηγούσε. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν να έχω αναπτήρα και να μην μου τελειώσουν. Είχε γίνει συνήθεια. Ρουτίνα. Μια αυτόματη κίνηση ανάμεσα στις στιγμές της μέρας.
Καθώς περνούσε ο καιρός, ειδικά από Δευτέρα προς Τρίτη Λυκείου, είχα δοκιμάσει κι άλλες μάρκες – Stuyvesant, R1, Winston, ακόμη και κάτι πιο “ψαγμένα” τύπου Muratti, μπας και βρω εκείνο το ιδανικό που να μου ταιριάζει. Παράλληλα, όμως, άρχισα να καταλαβαίνω πως η κατάσταση είχε αρχίσει να ξεφεύγει. Όχι τίποτα τραγικό – δεν ήμουν ακόμα στο σημείο “δύο πακέτα τη μέρα” – αλλά κάπου μέσα μου ένιωθα πως έπρεπε να βάλω φρένο.
Έτσι αποφάσισα να θέσω ένα δικό μου όριο: “Ένα πακέτο την ημέρα και τέλος.” Κι η αλήθεια είναι πως, εν μέρει, το τηρούσα. Συνήθως αγόραζα μόνο ένα πακέτο, δεν το ξεπερνούσα εύκολα. Όμως αυτό το “ένα πακέτο τη μέρα”, όσο και να το βλέπεις σαν μέτρο, είναι κι αυτό μια γερή συνήθεια. Βάλτο κατά νου αυτό – γιατί έχει σημασία.
Όλα αυτά 'τα όμορφα' κράτησαν για ορισμένα χρόνια, μέχρι που ήρθε η ώρα του στρατού. Εκεί άλλαξαν πολλά. Βασικά, το πρόβλημα στον στρατό δεν ήταν τόσο ότι ξεπερνούσες το ένα πακέτο την ημέρα – γιατί, κακά τα ψέματα, δεν είχες και πολύ ελεύθερο χρόνο να το κάνεις. Αλλά όποτε υπήρχε έστω και ένα λεπτό χαλάρωσης, ΟΛΟΙ κάπνιζαν. Οπότε το πακετάκι το έφτανες, και το ξεπερνούσες στεγνά χωρίς να το καταλάβεις.
Το πραγματικό πρόβλημα όμως ήταν ότι η τράκα πήγαινε σύννεφο. Αν σε έπαιρναν χαμπάρι ότι έχεις τσιγάρα, στο τέλος κάπνιζες εσύ.. το φιλτράκι. Οι περισσότεροι κάπνιζαν εκείνη την εποχή, και κάπως έτσι, αν έφερνες ένα πακέτο, τα δύο πακέτα σου φεύγανε για πλάκα. Έδινες ένα, “δώσε”, μετά ένα “ρε φίλε μόνο ένα”, μετά “έλα ρε, σε έχω κεράσει κι εγώ”, και ξαφνικά είχες μείνει με το άδειο κουτάκι στο χέρι.
Και παρότι με κατέταξαν στις ειδικές δυνάμεις και ήμασταν όλη μέρα στο τρέξιμο και στα καψόνια – κυριολεκτικά – το τσιγάρο δεν έλειπε. Θυμάμαι τον εαυτό μου στο Μεγάλο Πεύκο, μέσα στο κέντρο νεοσυλλέκτων, άλλες φορές να τρώω τρέχοντας και άλλες να καπνίζω τρέχοντας. Ή και τα δύο μαζί – true story. Δεν υπήρχε “κάτσε να χαλαρώσω να το απολαύσω”. Ήταν “τράβα δύο τζούρες πριν σε φωνάξουν πάλι”.
Τελικά, κατέληξα στα Philip Morris. Αυτά κάπνιζα μέχρι που απολύθηκα από τον στρατό, σχεδόν 18 μήνες φουλ, όσο ήταν τότε η θητεία στον Στρατό Ξηράς. Ήταν η μάρκα που με “βόλεψε”, ούτε πολύ βαριά, ούτε πολύ ελαφριά, με μια "τίμια" καύση, και δεν τα κέρναγα εύκολα – γιατί, μεταξύ μας, όσο πιο σπάνια ήταν η μάρκα σου, τόσο λιγότερες οι τράκες.
Γενικά, πάντα μου άρεσαν τα τσιγάρα με Virginia καπνό. Είχαν εκείνο το πιο μαλακό, πιο γλυκό άρωμα, που δεν σε τσάκιζε με την πρώτη ρουφηξιά αλλά σε κρατούσε στο mood. Και αφού απολύθηκα, συνέχισα για αρκετά χρόνια να καπνίζω τα Philip Morris – σταθερή αξία. Υπήρξαν βέβαια και κάποιες φάσεις που, περιστασιακά, άλλαζα μάρκα. Άλλοτε γιατί ήθελα απλώς να δοκιμάσω κάτι διαφορετικό, άλλοτε γιατί κάποιος φίλος είχε κολλήσει με κάποιο άλλο και με έψηνε, κι άλλοτε γιατί το περίπτερο της γειτονιάς δεν είχε Philip Morris εκείνη τη μέρα κι εγώ δεν άντεχα να μείνω ούτε ώρα χωρίς τσιγάρο.
Αφού τελικά τελείωσα τη θητεία μου και απολύθηκα από τον στρατό – κάπου προς τα τέλη Σεπτεμβρίου του 1996 – ξεκίνησα σιγά-σιγά τη διαδικασία για να ανοίξω ένα μικρό μαγαζάκι στους Αμπελόκηπους. Το αντικείμενο ήταν αυτό που αγαπούσα και ήξερα καλά: ηλεκτρονικοί υπολογιστές. Τεχνική υποστήριξη σε hardware και software, αναλώσιμα, ψηφιακές μετατροπές, εκτυπώσεις, χαρτιά Α4, μελάνια, δισκέτες και όλα τα σχετικά που είχαν να κάνουν με το ψηφιακό "οικοσύστημα" της τότε εποχής.
Η αλήθεια είναι πως είχα ήδη αποκτήσει εμπειρία πάνω σε αυτά από πολύ μικρός. Παρόλο που ήμουν μέσα σε όλα – Μπιλιαρδάδικα, βόλτες, ηλεκτρική κιθάρα (πιο παλιά πιάνο), και φυσικά διάφορες μεταλιές από Sepultura μέχρι Metallica, κι ό,τι άλλο έπαιζε τότε και μας έπαιρνε τα μυαλά. Είχαμε στήσει και μια μπάντα με κάτι κολλητούς, και μια φορά τη βδομάδα μαζευόμασταν σ’ ένα στούντιο στην Κυψέλη. Μπύρες, κακός ήχος, ιδρώτας και distortion μέχρι να πονέσουν τ’ αυτιά. Δεν μας ένοιαζε – για την πάρτη μας το ζούσαμε.
Κι όσο κι αν ήμουν χωμένος στη μουσική και στις εξόδους, πάντα οι υπολογιστές ήταν αυτοί που με τραβούσαν πιο πολύ. Από όλες μου τις ασχολίες, εκεί κατέληγα να ρίχνω τον περισσότερο χρόνο. Έχανα ώρες μπροστά σε μια οθόνη, σκαλίζοντας, πειραματιζόμενος, λύνοντας και δένοντας – ήθελα να καταλάβω το “πώς” και το “γιατί” λειτουργεί κάτι. Και όχι μόνο hardware – είχα μπλέξει και με software από νωρίς, με τις γλώσσες της τότε εποχής: Cobol, Pascal, Basic.. Ήθελα να το σκάψω όσο πιο βαθιά γινόταν. Να μην πατάω κουμπιά, αλλά να ξέρω τι κάνει το κάθε τι από πίσω.
Μάλιστα, το τελευταίο οκτάμηνο πριν απολυθώ, είχα μεταταχθεί στο Κ.Ε.Τ.Ε.Σ. (Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογίας Στρατού) στους πρόποδες της Πάρνηθας. Εκεί μου δόθηκε η ευκαιρία να δουλέψω δίπλα σε έμπειρο επιστημονικό προσωπικό, πάνω σε θέματα που σχετίζονταν άμεσα με την πληροφορική, αλλά και σε άλλα τεχνολογικά projects που για την εποχή θεωρούνταν αρκετά προχωρημένα – και όχι μόνο. Ήταν η πρώτη φορά που μπορούσα να εφαρμόσω πράγματα που είχα μάθει μόνος μου από μικρός, σε πιο επαγγελματικό περιβάλλον.
Τελικά, περίπου δύο μήνες μετά την απόλυσή μου, είχα ολοκληρώσει όλη τη γραφειοκρατία για την έναρξη του καταστήματος – εφορίες, επιμελητήρια, ΤΕΒΕ, υπουργεία και ό,τι άλλο γραφειοκρατικό υπήρχε τότε. Όχι ότι τα καταλάβαινα όλα, αλλά τα πέρασα όπως-όπως. Και κάπου εκεί, τον Νοέμβρη του '96, άνοιξα επίσημα το μαγαζάκι μου στους Αμπελόκηπους.
Σιγά σιγά το έστηνα. Γέμιζα τα ράφια με αναλώσιμα, χαρτιά, μελάνια, δισκέτες – ό,τι χρειαζόταν ένας υπολογιστής της εποχής για να νιώσει «ζωντανός». Πίσω είχα διαμορφώσει έναν μικρό χώρο για το service. Εκεί έλυνα, έδενα, αναβάθμιζα, καθάριζα, κολλούσα – όλα με το χέρι. Στον μπροστινό χώρο είχα στήσει τρεις υπολογιστές που λειτουργούσαν για demo, δοκιμές και εργασίες πελατών.
Η αλήθεια είναι πως αυτή η δουλειά... σήκωνε πολύ τσιγάρο. Καθόσουν με τις ώρες μπροστά από μια οθόνη, πότε με κατσαβίδι, πότε με floppy disk στο χέρι, και το τσιγάρο – μόνιμο συνοδευτικό. Ένα στον καφέ το πρωί, δύο με το που έπαιρνες κάποιο τηλεφώνημα από πελάτη, κι άλλα πέντε όταν σου έφερνε κάποιος μηχάνημα που δεν άνοιγε καν. Ε, δεν ήθελε και πολύ. Τα δύο πακετάκια τη μέρα... έφευγαν αέρα πατέρα.
Αλλά δεν με ένοιαζε τότε. Ένιωθα ότι είχα βρει τον δρόμο μου. Έκανα αυτό που αγαπούσα από παιδί – να ασχολούμαι με υπολογιστές – και ταυτόχρονα ήμουν “αφεντικό του εαυτού μου”. Δεν υπήρχε ωράριο, δεν υπήρχε πρόγραμμα. Μόνο δουλειά, υπολογιστές, καφές... και τσιγάρο.
Πολλές φορές έβρισκα τον εαυτό μου να δουλεύει ως αργά το βράδυ, πέραν του κανονικού ωραρίου του καταστήματος. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έμενα μέχρι τις 10–11 το βράδυ, ειδικά όταν είχα «μπλέξει» με κάποια δύσκολη περίπτωση ή όταν ήθελα να τελειώσω κάτι χωρίς τη φασαρία της ημέρας. Εκείνες τις ώρες, με της πόρτες κλειστές, την απόλυτη ησυχία του δρόμου απ’ έξω και το φως του monitor να φωτίζει τον πάγκο, ένιωθα ότι ήμουν στον κόσμο μου.
Ένας κόσμος που είχε μέσα κατσαβίδια, floppy, καλώδια, bios, drivers, καφέδες και, φυσικά, τσιγάρα. Πολύ τσιγάρο. Το τασάκι γέμιζε σχεδόν παράλληλα με το progress bar των εγκαταστάσεων. Ήταν ένας ρυθμός δικός μου, μια συνήθεια που τότε δεν τη σκεφτόμουν καθόλου – απλώς... έβγαινε φυσικά.
Ο χρόνος κυλούσε όμορφα στο μαγαζί. Οι μέρες περνούσαν, κι εγώ εκεί – στο πάγκο, πίσω από τις οθόνες και τα κουτιά, με το κατσαβίδι στο χέρι και το τσιγάρο μόνιμα στο τασάκι, έτοιμο για το επόμενο restart. Στην αρχή οι πελάτες ήταν κυρίως από τη γειτονιά – Αμπελόκηποι, Γκύζη, Πανόρμου – άνθρωποι που ήθελαν να τους φτιάξω το PC, να τους περάσω Windows ή να τους καθαρίσω λίγο το laptop από σκόνες και ιούς. Αλλά για να λέμε την αλήθεια, δεν έκανα απλά format. Διόρθωνα motherboard, ξεκόλλαγα πυκνωτές, έσωζα laptop που 'έπνεαν τα λοίσθια' και πολλές φορές συναρμολογούσα PC κομμάτι-κομμάτι, ανάλογα με τις ανάγκες του πελάτη. Έστηνα συστήματα από το μηδέν, έκανα fine-tuning στα bios, ρύθμιζα τα πάντα. Έμπαινε ο άλλος και μου έλεγε "Θέλω ένα PC για games αλλά να μπορώ και να δουλεύω AutoCAD" – και του έφτιαχνα κανονικό θηρίο. Και φυσικά, πουλούσα κιόλας. Είχα εξοπλίσει αρκετά σπίτια και γραφεία με συστήματα που έφτιαχνα ο ίδιος, με το δικό μου μεράκι.
Ήταν άλλες εποχές, πιο γήινες. Μπαίναν μέσα, λέγανε το πρόβλημα, και όσο τους εξηγούσα τι είχε πάθει το μηχάνημα, πίναμε κι έναν καφέ παρέα. Μερικοί δεν ερχόντουσαν απλώς για το service – ερχόντουσαν για κουβέντα, για συζήτηση πάνω σε τεχνολογικά θέματα, να ανταλλάξουμε απόψεις για νέες τάσεις, software, hardware, open source λύσεις, ακόμα και προγραμματιστικά κόλπα. Καθόντουσαν, πίναμε καφέ, καπνίζαμε το τσιγάρο μας κι ανοίγαμε κουβέντες που ξεκινούσαν από το bios και κατέληγαν στην... τεχνητή νοημοσύνη της τότε εποχής (ό,τι υπήρχε τέλος πάντων!). Ήταν ωραία εποχή· λιγότερη πληροφορία μεν, αλλά περισσότερη ουσία.
Με τον καιρό όμως, τα πράγματα άρχισαν να ανεβαίνουν επίπεδο. Άρχισαν να με βρίσκουν και πελάτες από πιο μακριά, όχι τόσο για τα κλασικά service, αλλά για πιο προχωρημένες καταστάσεις. Εφαρμογές που κολλούσαν, προβλήματα με λογισμικά, μετατροπές, παραμετροποιήσεις, data recovery, μέχρι και κάτι custom μικροεφαρμογές που έπρεπε να επικοινωνούν μεταξύ τους. Και γενικά, το είχα με τον προγραμματισμό. Όχι ότι ήμουν κανένας επιστήμονας – αλλά ήξερα να ψάχνω, να πειραματίζομαι και, κυρίως, να βρίσκω λύσεις.
Εκείνη την περίοδο, στάθηκα και τυχερός. Γνώρισα μερικούς ανθρώπους που πραγματικά το ‘χαν – προγραμματιστές με άποψη, τύπους ψαγμένους, που δεν κολλούσαν σε τετριμμένα. Αυτές οι γνωριμίες αποδείχθηκαν χρυσάφι στην πορεία, γιατί μέσα από εκεί άρχισα να μαθαίνω και να εξελίσσομαι. Ήταν βασικό θεμέλιο για να μπω, αργότερα, στον χώρο των υπηρεσιών μετάδοσης και των πιο ειδικών εφαρμογών.
Ένα τσιγάρο, ένα debug, ένας καφές, ένα compile. Αυτός ήταν ο ρυθμός μου. Και πάντα με τον καπνό στο πλάι!
Ο καιρός περνούσε σαν νερό. Οι μήνες, τα χρόνια... χωρίς καν να το καταλάβω, φτάσαμε στο 2004. Κάπου εκεί, μου ήρθε η συνειδητοποίηση: είχα φτάσει στα δυόμισι πακέτα τη μέρα. Πλέον κάπνιζα ακατάπαυστα, σε κάθε ευκαιρία, σε κάθε παύση, ακόμα και χωρίς λόγο. Το τσιγάρο είχε γίνει προέκταση του χεριού μου – από το πρωί με τον καφέ, μέχρι αργά το βράδυ, ενώ δούλευα ή έβλεπα κάτι στον υπολογιστή. Ούτε καν το μετρούσα.
Κάποια στιγμή σκέφτηκα: "Ρε φίλε, κάπως πρέπει να το μαζέψεις αυτό. Δεν πάει άλλο." Δεν ήθελα να το κόψω – όχι ακόμη τουλάχιστον – αλλά ήθελα να κάνω κάτι που να μοιάζει σαν ένα βήμα προς τα κάπου καλύτερα. Κι έτσι, μου μπήκε μια ιδέα: αφού καπνίζεις που καπνίζεις, τουλάχιστον δοκίμασε να καπνίζεις πιο ελαφριά τσιγάρα. Να μην σε βαραίνουν τόσο. Μπας και είναι λίγο πιο... "ακίνδυνα". Τόσο απλά και τόσο αφελώς.
Ήμουν τότε 30 ή 31 χρονών. Νέος ακόμα, αλλά όχι και τόσο, ώστε να μην αρχίσω να σκέφτομαι την υγεία μου.
Τελικά άλλαξα μάρκα και πήρα τα Winston 01 – νομίζω τότε δεν τα έλεγαν ακόμη “white” όπως σήμερα. Ήταν από τα πιο ελαφριά στην αγορά. Ξεκίνησα να καπνίζω αυτά, με τη λογική “εντάξει, δεν τα κόβεις, αλλά τουλάχιστον ας γίνουν λίγο πιο light τα πράγματα”.
Το πρόβλημα όμως ήταν άλλο. Επειδή ήμουν μαθημένος στα πιο βαριά – Philip Morris και τα συναφή – στην αρχή τα Winston 01 μου φαίνονταν... αέρας κοπανιστός. Σαν να ρούφαγα καλαμάκι. Δεν έπαιρνα αυτό το “μπαμ” που περίμενα, ειδικά το πρωί με τον καφέ, εκεί που ο οργανισμός το ζητάει το χτύπημα, το ξεκίνημα της μέρας με μια δυνατή ρουφηξιά που σε “συντονίζει”.
Το αποτέλεσμα; Το χέρι μου πήγαινε στο πακέτο κάθε τρεις και λίγο. Αντί να ηρεμήσω, άναβα το ένα μετά το άλλο. Κι έτσι ξέφυγα τελείως. Από τα δυόμισι πακέτα, πήγα στα τρία την ημέρα, άνετα.
Έλεγα “δε βαριέσαι, ελαφρύ είναι, ας καπνίσω άλλο ένα”. Έτσι την πάτησα. Όμως, επειδή είχα βάλει στόχο να τα συνηθίσω, κράτησα λίγο γερά, έκανα υπομονή – και πράγματι, μέσα σε μια βδομάδα τα συνήθισα. Μετά μου φαίνονταν και φυσιολογικά. Άλλωστε, ο οργανισμός σου προσαρμόζεται – ειδικά όταν μιλάμε για εξάρτηση. Και πρώτα απ’ όλα, για να είμαστε ξεκάθαροι, μιλάμε για τη χημική εξάρτηση. Αυτή που δημιουργεί η νικοτίνη. Που σε ξυπνάει το πρωί και το πρώτο που ζητάει το σώμα σου είναι το “μπαμ” του τσιγάρου με τον καφέ. Αυτή που, αν δεν καπνίσεις για μερικές ώρες, σε πιάνει μια νευρικότητα, μια ταραχή, σαν να λείπει κάτι βασικό απ’ τον οργανισμό σου. Και όντως λείπει – γιατί ο εγκέφαλος έχει αρχίσει και ζητάει τη δόση του. Αυτή είναι η καθαρή, βιολογική, χημική εξάρτηση.
Όταν καπνίζεις 2,5 και 3 πακέτα τη μέρα, ο οργανισμός σου έχει πλέον φτιαχτεί έτσι, ώστε να δουλεύει με τη νικοτίνη. Σαν να είναι αναπόσπαστο μέρος του “λειτουργικού” σου. Δεν είναι απλώς συνήθεια — είναι ανάγκη.
Αυτή είναι η καθαρή, βιολογική, χημική εξάρτηση. Και μπορώ να πω — από προσωπική εμπειρία — ότι αυτό το κομμάτι, όσο και αν σας ακούγεται παράξενο, ξεπερνιέται σχετικά εύκολα. Τουλάχιστον σε σύγκριση με το πραγματικό “θεριό” που λέγεται ψυχολογική εξάρτηση. Εκεί είναι που παίζεται το μεγάλο στοίχημα.
Πιστεύω ακράδαντα ότι εκεί βρίσκεται το ζουμί. Γιατί η νικοτίνη φεύγει από το σώμα σε 2-3 μέρες — άντε μία εβδομάδα το πολύ. Όμως το μυαλό... το μυαλό θέλει γερό debug. Για να μιλήσουμε και στη γλώσσα των υπολογιστών, πρέπει να μπεις μέσα στον κώδικά σου, να βρεις τις συνήθειες που έχουν “γαντζωθεί” από το τσιγάρο, και να τις ξηλώσεις μία-μία.
Φανταστείτε μόνο αυτό: έχουν περάσει οχτώ ολόκληρα χρόνια από τότε που το έκοψα. Οχτώ γεμάτα χρόνια. Και ακόμα και σήμερα, αν πιάσω καταλάθος έναν αναπτήρα — από συνήθεια, από κεκτημένη ταχύτητα — ασυναίσθητα τον βάζω στην τσέπη. Τόσο βαθιά γράφει το τσιγάρο μέσα σου. Δεν είναι απλώς συνήθεια – είναι τρελή εξάρτηση.
Πάμε όμως παρακάτω…
Από το 2004 μέχρι και το 2010 συνέχισα σταθερά με τα Winston White. Καθημερινά. Τρία πακέτα την ημέρα σίγουρα. Καμιά φορά και παραπάνω. Το ένα πίσω από το άλλο — χωρίς σταματημό. Κάπνιζα σχεδόν μηχανικά.
Για να νιώθω όμως κάπως “καλύτερα” με τη φάση — ότι, εντάξει ρε παιδί μου, τουλάχιστον κάτι κάνω για την υγεία μου — είχα αγοράσει επίσης μια τεράστια, μακρόστενη πίπα. Πραγματικά τέρας. Ξεβίδωνε σε δύο σημεία και είχε δύο θαλάμους, όπου μπορούσες να βάλεις φίλτρα μέσα.
Στον μπροστινό θάλαμο, εκεί που έμπαινε το τσιγάρο, είχα βάλει το “επίσημο” φίλτρο της πίπας — ένα μακρόστενο, στρογγυλό κουτάκι με κάτι κρυστάλλους μέσα, κάτι σαν απορροφητικό υλικό. Στον πίσω θάλαμο, αυτόν που ήταν κοντά στο στόμα, είχα εγκαταστήσει ένα Herb φίλτρο, τύπου φυτικό, που όντος καθάριζε κι άλλο τον καπνό και ότι ξέφευγε από το μπροστά φιλτράκι.
Και κάπνιζα έτσι. Με αυτό το σύστημα-φίλτρο, να αισθάνομαι ότι “τουλάχιστον κάνω κάτι”. Μια φορά την ημέρα τουλάχιστον τα άλλαζα και τα δύο, γιατί μπουκώνανε από τη χρήση. Λογικό — με 3 έως και 3,5 πακέτα τη μέρα, τι να σου κάνουν κι αυτά;
Αυτό το σύστημα με την πίπα, το κράτησα για ένα χρόνο περίπου. Δηλαδή από το 2004 μέχρι και κάπου μέσα στο 2005. Μετά, την βαρέθηκα. Ήταν ογκώδης, δύσχρηστη, και κάπου με κούρασε αυτή η ιστορία, δηλ. το να ασχολούμαι κάθε μέρα με καθαρισμούς, ξεβιδώματα, αλλαγές φίλτρων κλπ. Οπότε... την άφησα στην άκρη.
Από εκεί και πέρα, κατέληξα απλά να παίρνω τα φίλτρα Herb από το φαρμακείο. Ήταν αυτά τα μικρά, διάφανα, με το φυτικό υλικό μέσα — και απλά τα καπακώνα πίσω από το κάθε τσιγάρο. Ούτε πίπες, ούτε θαλάμους, ούτε ιστορίες. Πιο απλό, πιο γρήγορο, και πάλι με την ψευδαίσθηση πως “εντάξει, κάτι κάνω για την υγεία μου”.
Έτσι συνέχισα μέχρι και το 2009. Δηλαδή, για μια γεμάτη πενταετία, κάπνιζα κανονικά 3 - 3,5 πακέτα την ημέρα, ελαφρά μεν αλλά πάντα με το Herb φιλτράκι καρφωμένο στο κάθε τσιγάρο.
σημ. Αυτό το Herb φιλτράκι, θυμάμαι, έκανα να το συνηθίσω 3 μέρες. Τις πρώτες μέρες ένιωθα ότι μου χάλαγε την γεύση – και σχεδόν είχα σκεφτεί να το παρατήσω. Αλλά είπα: “κάνε λίγη υπομονή, θα το συνηθίσεις”. Και τελικά... το συνήθισα (κρατήστε το αυτό για μετά – γιατί έχει σημασία παρακάτω).
Ο καιρός περνούσε, και τότε ήταν που άρχισαν τα 'όργανα' με τους φόρους στα τσιγάρα. Θυμάμαι, εκείνη την εποχή, το κάθε πακέτο έκανε γύρω στα 3,20€. Όσο και να το κάνεις, τρία πακέτα τη μέρα = πάνω από 10 ευρώ. Δεν το λες και μικρό ποσό – κάθε μέρα, ε; Κάπου 300 ευρώ τον μήνα μόνο για κάπνισμα!
Είχε επίσης ανακοινωθεί ότι θα τα ξαναφορολογήσουν και ότι το πακέτο θα ανέβει κι άλλο. Εγώ, θεωρητικά, το είχα “λύσει” το θέμα υγείας στο μυαλό μου – “εντάξει μωρέ, έχω τα φιλτράκια herb, είμαι κομπλέ”. Και, η αλήθεια είναι, κάποια δουλειά την έκαναν. Αλλά... πρακτικά, για να καπνίζεις τρία πακέτα τη μέρα, έπρεπε να είσαι ή Ωνάσης, ή τελείως για δέσιμο.
Έτσι, άρχισα να σκέφτομαι διάφορες πατέντες και μεθόδους προκειμένου να το περιορίσω, με παντοίους τρόπους. Από το να βάζω τα πακέτα στην κατάψυξη, μπας και σφίξουν και καίγονται πιο δύσκολα, μέχρι το να ρίχνω 3-4 σταγόνες νερό πάνω σε κάθε τσιγάρο πριν το ανάψω, ώστε να καίγεται πιο αργά.
Είχε πλάκα όλο αυτό – γιατί τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είχε σοβαρό αποτέλεσμα. Με τα πολλά και με λίγη εγκράτεια, κατάφερα να το ρίξω κάπως στα 2,5 πακέτα τη μέρα, αλλά ήξερα πως έπρεπε να σκεφτώ κάτι πιο έξυπνο. Κάτι που να μου επιτρέπει να καπνίζω πολύ, αλλά να πληρώνω λίγο. Γιατί, μεταξύ μας, έτσι όπως πήγαινε, ήθελες δάνειο για ν’ ανάψεις τσιγάρο!
Και δεν άργησα να βρω τη λύση που τότε πραγματικά με έσωσε από πολλά ευρώ – τον στριφτό καπνό. Κάπου αρχές το 2010, αν θυμάμαι καλά, ξεκίνησα να αγοράζω συσκευασμένο καπνό για στριφτά.
Εκείνη την εποχή, το κόστος για τα 20 γραμμάρια καπνού ήταν γύρω στα 2,20€ με 2,50€, ανάλογα με τη μάρκα, και φυσικά χρειαζόταν να τον στρίψεις μόνος σου. Σε σχέση με τα πακέτα τσιγάρα, που είχαν πάρει φωτιά, ήταν απλά… άλλο level οικονομίας.
Για να σας δώσω ένα μέτρο σύγκρισης, από εκεί που πλήρωνα σχεδόν δέκα ευρώ την ημέρα, κατέβηκα στα τρία ευρώ, γιατί ο καπνός που αγόραζα με έβγαζε μια γεμάτη μέρα. Τεράστια διαφορά – και μόνο αυτό ήταν αρκετό κίνητρο.
Οι περισσότεροι τότε συνέχιζαν με τα κλασικά πακέτα. Ο στριφτός καπνός ακόμα δεν είχε μπει για τα καλά στην αγορά, δεν είχε γίνει «μόδα» – και έτσι οι καραγκιόζηδες που κυβερνούσαν τότε δεν τον είχαν βαρέσει με φόρους.
Ήταν μια μεταβατική περίοδος για πολλούς καπνιστές. Πολλοί άρχισαν να το γυρίζουν σιγά-σιγά στον στριφτό, κυρίως λόγω του πολύ χαμηλότερου κόστους. Αλλά φυσικά, το πήραν χαμπάρι γρήγορα οι καραγκιόζηδες, και δεν άργησαν σταδιακά να ανεβάσουν κι εκεί τους φόρους – τυπικά ελληνικά πράγματα.
Αρχικά, για να είμαι ειλικρινής, ξεκίνησα με τον καπνό Samson. Έλα όμως που μετά από λίγες μέρες άρχισε να με πειράζει στον λαιμό. Είχε μια περίεργη, βαριά γεύση, πολύ βραδυκαυστός καπνός – ένιωθες λες και κάπνιζες ξύλα από γραμμές τρένου. Μυρωδιά αλλόκοτη, κάπως σαν τις κολώνες της ΔΕΗ – ξέρεις, αυτό το προστατευτικό γράσο που βάζουν πάνω στα ξύλα, που βρωμάει από τα δέκα χιλιόμετρα.
Δεν το άντεξα για πολύ, κι έτσι άρχισα να κάνω δοκιμές με άλλες μάρκες. Με τα πολλά, κατέληξα στον Vannelle. Πιο ελαφρύς, πιο «καπνίσσιμος», με καλύτερη γεύση και χωρίς να σε γρατζουνάει ο λαιμός κάθε τρεις και λίγο.
Το setup μου είχε πλέον «στεριώσει»:
Καπνός Vannelle,
χαρτάκι Rizla ασημί,
φιλτράκι Rizla Regular – δηλαδή το χοντρό,
και φυσικά το Herb φίλτρο πίσω από κάθε στριφτό, όπως πάντα.
Είχα βρει τη χρυσή τομή – έφτιαχνα ωραία, καθαρά τσιγάρα, με σταθερή γεύση, και κυρίως χωρίς να πληρώνω χρυσάφι κάθε μέρα!
Μια μέρα – πρέπει να ήταν Δεκέμβριος του 2010 – εκεί που καθόμουν στο γραφείο μου, φουμάροντας τις τσιγαρούμπες μου και χαζεύοντας στις ιστοσελίδες του διαδικτύου, πέφτω κατά λάθος σε μια ελληνική ιστοσελίδα που έγραφε για το ηλεκτρονικό τσιγάρο.
Εντάξει, για να πω την αλήθεια, είχα ψιλοακούσει τις προάλλες γι’ αυτό το πράγμα. Το είχε αναφέρει ένας φίλος ένα βράδυ που είχαμε βγει βόλτα – κάτι μου είχε πει ότι είχε πάρει ένα "ηλεκτρονικό", αλλά δεν έδωσα καμία σημασία τότε. Το θεώρησα φάση gadget, κάτι για να κάνεις εντύπωση ή να παίξεις λίγο – όχι σοβαρό εργαλείο για να κόψεις το κάπνισμα.
Άσε που το είχα δει κιόλας μπροστά μου – ήταν μικρό σαν τσιγάρο λίγο πιο χοντρό, λευκό με ένα μικρό κόκκινο αισχρό led λαμπάκι στην άκρη που μιμούνταν την κάφτρα του κανονικού τσιγάρου όταν τράβαγες τζούρες. Μόνο τα γέλια δεν με έπιασαν όταν το πρωτοαντίκρισα! «Αυτό τώρα είναι υποκατάστατο;» σκεφτόμουν. Στην αρχή μου φάνηκε εντελώς αστείο και ψεύτικο σκέτη κινεζιά. Ανέκδοτο! Έμοιαζε με παιχνίδι που θα έπαιρνες από περίπτερο με 1 ευρώ δίπλα στις τσίχλες. Το είχα απορρίψει κατευθείαν τότε με συνοπτικές διαδικασίες, αλλά τώρα που το ξαναέβλεπα μπροστά μου, σε ελληνικό site αυτή τη φορά, κάτι μέσα μου έκανε κλικ.
Εγώ ήδη κάπνιζα έναν ολόκληρο καπνό την ημέρα — όχι πακέτο, ολόκληρο 20-25g κανονικά. Είχα φτάσει να τον στρίβω στον αυτόματο, χωρίς να το σκέφτομαι καν. Άναβα το ένα, τελείωνε, πήγαινα στο επόμενο. Οπότε λέω... «Δεν δοκιμάζω; Τι έχω να χάσω;»
Και κάπου εκεί, χωρίς να το καταλάβω, άρχισε να μπαίνει το μικρόβιο της αλλαγής.
Αποθήκευσα την ιστοσελίδα στα αγαπημένα χωρίς να προχωρήσω σε κάποια αγορά. Βέβαια, περιηγήθηκα λίγο στο site για να πάρω διάφορες πληροφορίες. Μου είχε κάνει εντύπωση ότι είχε πάρα πολλά προϊόντα — το συγκεκριμένο site δεν πουλούσε μόνο ηλεκτρονικά τσιγάρα. Είχε από καλώδια, gadgets, φορτιστές, κουμπιά, φερμουάρ για παντελόνια τζιν... μέχρι και καρπούζια, μοκέτες, μανταλάκια, σφουγγάρια και χαλιά!
Λέω «ΟΚ, η κινεζιά σε όλο της το μεγαλείο... Καμιά πατατιά θα είναι», σκέφτηκα. Ήταν τόσο αλλοπρόσαλλο το εμπόρευμα, που δεν μπορούσα να το πάρω στα σοβαρά. Ήταν η εποχή τότε, γύρω στο 2011, που είχαν αρχίσει να αποκτούν απήχηση τα e-shop και ο κάθε... κομπουτεράς, χωρίς καμία απολύτως γνώση από εμπόριο, άνοιγε ένα e-shop site για να πουλήσει ό,τι να ’ναι — ό,τι του ’ρθει, κι ό,τι βρει. Από πλαστικά λουλούδια μέχρι κατσαρόλες και... ηλεκτρονικά τσιγάρα.
→ Συνέχεια στο παρακάτω post ⬎
Με μεγάλο ενδιαφέρον για την προβολή και προώθηση της ιστορίας και του πολιτισμού της Ελλάδας μας!